Ειρηνική συμβίωση: Από τη αχλύ της Ιστορίας στο χθες.

Μα­ζί με την α­νά­δυ­ση, μέ­σα α­πό την α­χλύ της ι­στο­ρί­ας, των πρώ­των κοι­νω­νι­κών συσ­σω­μα­τώ­σε­ων, προ­έ­κυ­ψε ι­διαι­τέ­ρως ε­πι­τα­κτι­κό το αί­τη­μα της ει­ρη­νι­κής συμ­βί­ω­σης των πρώ­των ο­μάδων αν­θρώ­πων. Κα­μιά ι­σορ­ρο­πί­α δεν ή­ταν, ό­πως και δεν εί­ναι, δε­δο­μέ­νη. Πρω­τίστως έ­πρε­πε να ε­πι­βλη­θούν κά­ποιοι βα­σι­κοί κα­νό­νες, οι ο­ποί­οι θα ε­πέ­τρε­παν έ­να mimimum ε­πί­πε­δο α­σφά­λειας και ε­λευ­θε­ρίας, και στη συ­νέ­χεια να ε­πι­νο­η­θεί έ­νας φο­ρέ­ας ε­πί­βλε­ψης της τή­ρη­σής τους.

Στο διά­βα της ι­στο­ρι­κής ε­ξέ­λι­ξης, το πλέγ­μα κα­νό­νων ει­ρη­νι­κής συμ­βί­ω­σης και φο­ρέ­ων ε­πί­βλε­ψης της ε­φαρ­μο­γής τους έ­λα­βε διά­φο­ρες μορ­φές. Πο­τέ, ό­μως, δεν υ­πο­βαθ­μί­στη­κε. Στην πο­λι­τι­κή σκέ­ψη μά­λι­στα του «θεί­ου» Α­θη­ναί­ου φι­λό­σο­φου Πλά­τω­να κα­τέ­χει πρω­τεύ­ου­σα ση­μα­σί­α, α­φού στην ι­δα­νι­κή του «Πολι­τεί­α» δί­νει ι­διαί­τε­ρη ση­μα­σί­α στην εκ­παί­δευ­ση και τη λει­τουρ­γί­α των φυλά­κων της.

Στην αρ­χαί­α Ελ­λά­δα, και ει­δι­κό­τε­ρα στην Α­θή­να, ε­πι­νο­ή­θη­κε για πρώ­τη φο­ρά στην αν­θρώ­πι­νη ι­στο­ρί­α ο ό­ρος «Α­στυ­νό­μος» με πε­ριε­χό­με­νο ό­χι πο­λύ δια­φορε­τι­κό α­πό το ση­με­ρι­νό. Ο Α­ρι­στο­τέ­λης, στο έρ­γο του «Α­θη­ναί­ων Πο­λι­τεί­α» πε­ρι­γρά­φει με σα­φή­νεια τα κα­θή­κο­ντα των α­στυ­νό­μων της ε­πο­χής του.

Το ση­με­ρι­νό μο­ντέ­λό (πρό­τυ­πο) Α­στυ­νο­μί­ας, σε γε­νι­κές γραμ­μές, εί­ναι παι­δί του Δια­φω­τι­σμού —ο Ι­τα­λός δια­νο­ού­με­νος Cesare Beccaria (1738 - 1794) εί­ναι ο πρώ­τος που θα δια­τυ­πώ­σει την υ­πο­χρέ­ω­ση του κρά­τους να ε­ξα­σφα­λί­ζει την ει­ρη­νι­κή συμ­βί­ω­ση, τα δι­καιώ­μα­τα και τις ε­λευ­θε­ρί­ες των πο­λι­τών. Στην κα­μπή του 18ου προς τον 19ο αιώ­να, στη Γαλ­λί­α, στα χρό­νια του Να­πο­λέ­ο­ντα θα λά­βει σάρ­κα και ο­στά το πρώ­το σύγ­χρο­νο α­στυ­νο­μικό σύ­στη­μα, το ο­ποί­ο και θα λει­τουρ­γή­σει ως πρό­τυ­πο για ό­λη σχε­δόν την ευρω­πα­ϊ­κή ή­πει­ρο. Α­πέ­να­ντι σ’ αυ­τό το συ­γκε­ντρω­τι­κό σύ­στη­μα, λί­γο αρ­γό­τε­ρα, στην Αγ­γλί­α θα υ­ιο­θε­τη­θεί έ­να α­στυ­νο­μι­κό σύ­στη­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο φι­λε­λεύθε­ρο, α­νά­λο­γο του πο­λι­τι­κού πο­λι­τι­σμού της τό­τε θα­λασ­σο­κρά­τει­ρας (Robert Pell, Metropolitan Police Act, 1829).

Στην Ελ­λά­δα, α­μέ­σως με­τά την έ­ναρ­ξη του α­γώ­να της ε­θνε­γερ­σί­ας, με το πρώ­το σύ­νταγ­μα, το «Πο­λί­τευ­μα της Ε­πι­δαύ­ρου» (1822), θα ι­δρυ­θεί Υ­πουρ­γεί­ο της Α­στυ­νο­μί­ας, πρό­βλε­ψη δη­λω­τι­κή της έμ­φα­σης που έ­δι­ναν οι ε­ξε­γερ­μέ­νοι Έλλη­νες στην κοι­νω­νι­κή ει­ρή­νη και την ευ­τα­ξί­α. Το Υ­πουρ­γεί­ο της Α­στυ­νο­μί­ας και τις πρώ­τες α­στυ­νο­μι­κές αρ­χές υ­πη­ρέ­τη­σαν δια­κε­κρι­μέ­νοι άν­δρες του Αγώ­να, ό­πως ο Αν­δρέ­ας Με­τα­ξάς, ο Γρη­γό­ριος Δι­καί­ος (Πα­πα­φλέσ­σας), ο Μα­κρυ­γιάννης, ο Νι­κη­τα­ράς, κ.ά.

Η Αστυνομία μας σήμερα.

Τα χρό­νια που α­κο­λού­θη­σαν την ί­δρυ­ση του σύγ­χρο­νου ελ­λη­νι­κού κρά­τους υ­ιο­θε­τή­θη­κε, σε γε­νι­κές γραμ­μές έ­να μι­κτό α­στυ­νο­μι­κό σύ­στη­μα, ε­πη­ρε­α­σμέ­νο τό­σο α­πό το γαλ­λι­κό ό­σο και α­πό το αγ­γλι­κό μο­ντέ­λο. Η Ελ­λη­νι­κή Α­στυ­νο­μί­α, με τη ση­με­ρι­νή της μορ­φή ι­δρύ­θη­κε το 1984. Εί­ναι Σώ­μα Α­σφα­λεί­ας και έ­χει α­πο­στο­λή:

(α) την ε­ξα­σφά­λι­ση της δη­μό­σιας ει­ρή­νης και ευ­τα­ξί­ας και της απρό­σκο­πτης κοι­νω­νι­κής δια­βί­ω­σης των πο­λι­τών, που πε­ρι­λαμ­βά­νει την ά­σκηση της α­στυ­νο­μί­ας γε­νι­κής α­στυ­νό­μευ­σης και τρο­χαί­ας.

(β) την πρό­λη­ψη και κα­τα­στο­λή του ε­γκλή­μα­τος και την προστα­σί­α του Κρά­τους και του δη­μο­κρα­τι­κού πο­λι­τεύ­μα­τος, στα πλαί­σια της συνταγ­μα­τι­κής τά­ξης, που πε­ρι­λαμ­βά­νει την ά­σκη­ση της α­στυ­νο­μί­ας δη­μό­σιας και κρα­τι­κής α­σφά­λειας.

Στα 35 χρό­νια που διέρ­ρευ­σαν α­πό τό­τε, μέ­σα στο νέ­ο πο­λι­τι­κό κλί­μα που διαμορ­φώ­θη­κε τα τε­λευ­ταί­α 50 και πλέ­ον χρό­νια, η Ελ­λη­νι­κή Α­στυ­νο­μί­α —πέ­ρα α­πό τη στή­ρι­ξη της λει­τουρ­γί­ας του κρά­τους— α­να­δεί­χθη­κε σε έ­να ορ­γα­νι­σμό υψη­λής κοι­νω­νι­κής προ­σφο­ράς. Το έρ­γο της δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στα στε­νά ό­ρια που κα­θο­ρί­ζει το νο­μι­κό πλαί­σιο λει­τουρ­γί­ας της, αλ­λά ε­πε­κτεί­νε­ται σε όλες τις εκ­φάν­σεις της κοι­νω­νι­κής ζω­ής. Πρό­κει­ται για έ­να Σώ­μα που στε­λε­χώνε­ται κατ’ ε­ξο­χήν α­πό τα λα­ϊ­κά στρώ­μα­τα, λει­τουρ­γεί και δρα εν ο­νό­μα­τι και υ­πέρ του ελ­λη­νι­κού λα­ού.

Αστυνομία και κοινωνία.

Στο κα­θη­με­ρι­νό α­γώ­να του Έλ­λη­να α­στυ­νο­μι­κού για την ε­ξα­σφά­λι­ση της ει­ρηνι­κής συμ­βί­ω­σης των πο­λι­τών και την ε­ξα­σφά­λι­ση των συ­νταγ­μα­τι­κών τους ελευ­θε­ριών και δι­καιω­μά­των εί­ναι α­να­γκαί­α η συν­δρο­μή ό­λων μας. Το έ­γκλη­μα, η α­νο­μί­α γε­νι­κά, α­πει­λούν ό­λους μας, χω­ρίς ε­ξαι­ρέ­σεις. Υ­πο­νο­μεύ­ουν τις ελευ­θε­ρί­ες μας, υ­πο­νο­μεύ­ουν κά­θε δη­μιουρ­γι­κή προ­σπά­θεια. Α­πει­λούν το δη­μοκρα­τι­κό μας πο­λί­τευ­μα.

Τα α­πει­λη­τι­κά αυ­τά φαι­νό­με­να έ­χουν κοι­νω­νι­κή βά­ση και, για την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή τους α­ντι­με­τώ­πι­ση, α­παι­τούν κοι­νω­νι­κές α­πα­ντή­σεις. Α­παι­τούν, εν ολί­γοις, δρα­στι­κή κοι­νω­νι­κή πα­ρέμ­βα­ση. Και μέ­σα στο πλαί­σιο αυ­τό εί­ναι α­πολύ­τως α­να­γκαί­α η η­θι­κή, και ό­χι μό­νον, του κα­τά το σύ­νταγ­μα βα­σι­κού φο­ρέ­α αντε­γκλη­μα­τι­κής πο­λι­τι­κής, δη­λα­δή της Ελ­λη­νι­κής Α­στυ­νο­μί­ας. Της Α­στυ­νομί­ας ως θε­σμού, αλ­λά και του κά­θε α­στυ­νο­μι­κού ξε­χω­ρι­στά. Κυ­ρί­ως των α­στυ­νομι­κών που α­να­ξιο­πα­θούν, ή πά­σχουν κα­θοιον­δή­πο­τε τρό­πο, ε­ξαι­τί­ας των προσπα­θειών τους να εκ­πλη­ρώ­σουν ευόρ­κως τα κα­θή­κο­ντά τους.

Ο Όμιλος Φίλων Ελληνικής Αστυνομίας

Δυτικής Αττικής.

Με το σκε­πτι­κό αυ­τό και βα­θύ αί­σθη­μα κοι­νω­νι­κής ευ­θύ­νης ι­δρύ­θη­καν οι Ό­μιλοι Φί­λων της Α­στυ­νο­μί­ας. Ο δι­κός μας Ό­μι­λος ι­δρύ­θη­κε το 1958 ως «Ό­μι­λος Φί­λων Βα­σι­λι­κής Χω­ρο­φυ­λα­κής Αι­γά­λε­ω». Στην πο­ρεί­α ο τί­τλος με­τα­βλή­θη­κε, α­νάλο­γα με τις ε­κά­στο­τε θε­σμι­κές αλ­λα­γές στην ορ­γα­νω­τι­κή δο­μή της Ελ­λη­νι­κής Α­στυ­νο­μί­ας. Πά­ντα, ό­μως, κά­λυ­πτε με τη δρά­ση του το χώ­ρο της Δυ­τι­κής Ατ­τι­κής. Ο ση­με­ρι­νός τί­τλος υ­ιο­θε­τή­θη­κε κα­τά την τρο­πο­ποί­η­ση του κα­τα­στα­τι­κού του το 1988.

Κά­τι που πά­ντα χα­ρα­κτήρι­ζε τον Ό­μι­λό μας ή­ταν έ­να βα­θύ αί­σθη­μα κοι­νω­νι­κής ευ­θύ­νης. Έ­νιω­θε πά­ντο­τε την υ­πο­χρέ­ω­ση ό­τι πρέ­πει να α­να­φέ­ρε­ται στο κοι­νω­νι­κό σύ­νο­λο και να εκθέ­τει τους στό­χους και τα πε­πραγ­μέ­να του. Ει­δι­κά, ό­μως, φέ­τος, που συ­μπληρώ­νει 60 χρό­νια δη­μιουρ­γι­κής δρά­σης και κοι­νω­νι­κής προ­σφο­ράς, αι­σθα­νό­μα­στε τη βα­θιά ευ­θύ­νη να κά­νου­με έ­να νέ­ο α­πο­λο­γι­σμό και να στα­θού­με α­πέ­να­ντι στο αύ­ριο, α­πέ­να­ντι στις νέ­ες προ­κλή­σεις που μας ε­πι­φυ­λάσ­σει το πα­ρόν και το μέλ­λον, κοι­τώ­ντας κα­τά­μα­τα την το­πι­κή μας κοι­νω­νί­α, την ο­ποί­α υ­πη­ρετού­με μέ­σω της η­θι­κής μας συ­μπα­ρά­στα­σης στο φύ­λα­κα – άγ­γε­λό μας, τον Έλ­ληνα α­στυ­νο­μι­κό.

Πριν, 60 λοι­πόν, χρό­νια μια ψυ­χω­μέ­νη ο­μά­δα συ­ντο­πι­τών μας, έ­χο­ντας βα­θιά επί­γνω­ση του τε­ρά­στιου κοι­νω­νι­κού έρ­γου που ε­πι­τε­λού­σε, και ε­ξα­κο­λου­θεί να ε­πι­τε­λεί, υ­πό α­ντί­ξο­ες συ­νή­θως συν­θή­κες η Α­στυ­νο­μί­α μας, ί­δρυ­σε τον Ό­μιλό μας, σαν μια χει­ρο­νο­μί­α έ­μπρα­κτης α­να­γνώ­ρι­σης και συ­μπα­ρά­στα­σης. Στα 60 αυ­τά χρό­νια α­γω­νι­στή­κα­με να κρα­τή­σου­με τον πο­λί­τη κο­ντά στον α­στυ­νο­μικό. Συ­νει­δη­το­ποιώ­ντας τις βα­ριές α­πώ­λειες που έ­χει υ­πο­στεί το Α­στυ­νο­μι­κό Σώ­μα κα­τά την ε­κτέ­λε­ση του κα­θή­κο­ντός του, κα­τα­νο­ή­σα­με την α­νά­γκη στή­ριξής του. Βλέ­πο­ντας τον α­στυ­νο­μι­κό να βρί­σκε­ται στο στό­χα­στρο του κά­θε κακο­ποιού, ε­κεί­νου που ε­πι­βου­λεύ­ε­ται την ει­ρη­νι­κή κοι­νω­νι­κή συμ­βί­ω­ση, ε­κεί­νου που α­πει­λεί τη ζω­ή και τα δι­καιώ­μα­τα του κά­θε πο­λί­τη, και, κα­τα­νο­ώ­ντας τους κιν­δύ­νους που δια­τρέ­χει, προ­σπα­θή­σα­με να στα­θού­με δί­πλα του.

Βα­σι­κός μας στό­χος ή­ταν να φέ­ρου­με τον πο­λί­τη κο­ντά στον α­στυ­νο­μι­κό, να ξε­πε­ρά­σου­με πα­ρε­ξη­γή­σεις που εν­δε­χο­μέ­νως οι πε­ρι­πέ­τειες της χώ­ρας εί­χαν δη­μιουρ­γή­σει, να ε­μπε­δώ­σου­με έ­να κλί­μα α­με­σό­τε­ρης δυ­να­τής συ­νερ­γα­σί­ας. Μέ­σα α­πό σει­ρά κοι­νω­νι­κών και αν­θρω­πι­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα εκ­δη­λώ­σε­ων ε­πιδιώ­ξα­με την υ­λο­ποί­η­ση των στό­χων μας. Α­ναμ­φί­βο­λα τα πρώ­τα χρό­νια ή­σαν δύσκο­λα. Ό­μως, προ­ο­δευ­τι­κά, χά­ρη στην ε­πι­μο­νή μας, στη δια­φά­νεια των στό­χων μας, τη συ­μπα­ρά­στα­ση ε­νερ­γών πο­λι­τών της πε­ριο­χής και την α­ντα­πό­κρι­ση των α­στυ­νο­μι­κών του τό­που μας κα­τα­φέ­ρα­με να δη­μιουρ­γή­σου­με μια νέ­α σχέ­ση συνερ­γα­σί­ας, που ο­λο­έ­να και βα­θαί­νει προς ό­φε­λος της το­πι­κής μας κοι­νω­νί­ας.

Το έρ­γο μας συ­νε­χί­ζε­ται πα­ρά τις δυ­σκο­λί­ες. Αν και κατ’ ε­πα­νά­λη­ψη τα γραφεί­α μας έ­χουν δε­χθεί ε­μπρη­στι­κές ε­πι­θέ­σεις α­πό ά­το­μα που ε­νο­χλού­νται από την κοι­νω­νι­κή ει­ρή­νη, τις συν­θή­κες ε­λεύ­θε­ρης και δη­μιουρ­γι­κής δρά­σης, ε­μείς ε­πι­μέ­νου­με να υ­πη­ρε­τού­με τους στό­χους μας: Να στη­ρί­ζου­με το δι­καίω­μα του πο­λί­τη να ζει ε­λεύ­θε­ρος μέ­σα σε έ­να κλί­μα α­σφά­λειας και ευ­ρυθ­μί­ας. Και το στη­ρί­ζου­με προ­ω­θώ­ντας έ­μπρα­κτα την ι­δέ­α ό­τι πο­λί­τες και Α­στυ­νομί­α εί­ναι, μοι­ραί­α, παρ­τε­νέρ, στε­νοί συ­νερ­γά­τες, για την ε­μπέ­δω­ση του κλίμα­τος ε­κεί­νου που θα ε­πι­τρέ­πει σε ό­λους α­νε­ξαι­ρέ­τως να εκ­φρά­ζουν α­νε­μπόδι­στα τις δη­μιουρ­γι­κές τους προ­σπά­θειες.

Ει­δι­κό­τε­ρα οι σκο­ποί του Ο­μί­λου μας εί­ναι:

(α) Η α­νά­πτυ­ξη και προ­βο­λή του κοι­νω­νι­κού έρ­γου της Ελ­λη­νι­κής Α­στυ­νο­μί­ας που συ­νί­στα­ται στην προ­στα­σί­α των πο­λιτών α­πό κά­θε έ­κνο­μη ε­νέρ­γεια μέ­σα α­πό την τή­ρη­ση και την ε­φαρ­μο­γή των νόμων του κρά­τους.

(β) Η η­θι­κή και υ­λι­κή ε­νί­σχυ­ση των οι­κο­γε­νειών των θυ­μά­των του κα­θή­κο­ντος των υ­παλ­λή­λων της Ελ­λη­νι­κής Α­στυ­νο­μί­ας, κα­θώς και των οι­κο­γε­νειών των εν ε­νερ­γεί­α α­στυ­νο­μι­κών υ­παλ­λή­λων που έ­χουν α­νά­γκη.

(γ) Η η­θι­κή και υ­λι­κή ε­νί­σχυ­ση των το­πι­κών Υ­πη­ρε­σιών του Α­στυ­νο­μι­κού Σώ­ματος για την ευό­δω­ση των α­νω­τέ­ρω σκο­πών.

(δ) Η μέ­ρι­μνα για τη διευ­κό­λυν­ση της μόρ­φω­σης των παι­διών των θα­νό­ντων εν ενερ­γεί­α α­στυ­νο­μι­κών υ­παλ­λή­λων.

(ε) Την μέ­σω του Ο­μί­λου έκ­φρα­ση φι­λι­κών αι­σθη­μά­των των γυ­ναι­κών και των ανδρών της Ελ­λη­νι­κής Α­στυ­νο­μί­ας, και των φί­λων τους, προς το λα­ό με την κοι­νωνι­κή αυ­τού προ­α­γω­γή και την προ­στα­σί­α του πε­ρι­βάλ­λο­ντος.

(ς) Η η­θι­κή και υ­λι­κή ε­νί­σχυ­ση των με­λών του Ο­μί­λου και των οι­κο­γε­νειών τους, κα­θώς και η οι­κο­νο­μι­κή ε­νί­σχυ­ση α­να­ξιο­πα­θού­ντων με­λών του Ο­μί­λου.

(ζ) Η α­νά­πτυ­ξη και η καλ­λιέρ­γεια της ι­δί­ας δω­ρε­άς με­λών σώ­μα­τος, με­τά θά­νατο, με­τα­ξύ των με­λών του Ο­μί­λου, για τη σω­τη­ρί­α κα­τα­δι­κα­σμέ­νων σε θά­να­το —λό­γω πα­θο­λο­γι­κών αι­τί­ων— συ­ναν­θρώ­πων.

(η) Η λει­τουρ­γί­α Τρά­πε­ζας Αί­μα­τος με­τα­ξύ των με­λών του Ο­μί­λου για την κά­λυψη α­να­γκών των με­λών και των οι­κο­γε­νειών τους, κα­θώς και α­στυ­νο­μι­κών υ­παλλή­λων, γυ­ναι­κών και αν­δρών, και με­λών των οι­κο­γε­νειών τους.

(θ) Η ί­δρυ­ση α­θλη­τι­κής σκο­πευ­τι­κής ο­μά­δας με­τα­ξύ των με­λών του Ο­μί­λου σε συ­νερ­γα­σί­α με την Ελ­λη­νι­κή Α­στυ­νο­μί­α και η συ­στη­μα­τι­κή καλ­λιέρ­γεια και ανά­πτυ­ξη των δυ­να­το­τή­των των α­θλη­τών του με τη συμ­με­το­χή σε α­θλη­τι­κούς αγώ­νες, και

(ι) Η καλ­λιέρ­γεια και η διά­δο­ση του α­θλη­τι­κού πνεύ­μα­τος γε­νι­κό­τε­ρα.

Υλοποιώντας τους στόχους μας:

Υ­λο­ποιώ­ντας τους στόχους του, κα­τά και­ρούς, ο Ό­μι­λος Φί­λων Ελ­λη­νι­κής Α­στυ­νο­μί­ας Δυ­τι­κής Ατ­τικής με­τα­ξύ άλ­λων:

- Βρα­βεύ­ει προ­σω­πι­κό­τη­τες που πρό­σφε­ραν ή προ­σφέ­ρουν υ­πη­ρε­σί­ας στο Σώ­μα της Ελ­λη­νι­κής Α­στυ­νο­μί­ας.

- Βρα­βεύ­ει και ε­νι­σχύ­ει οι­κο­νο­μι­κά α­στυ­νο­μι­κούς που ε­πέ­δει­ξαν ε­ξαι­ρε­τική δρα­στη­ριό­τη­τα, ζή­λο, θάρ­ρος και α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα κα­τά την ε­κτέ­λε­ση του κα­θή­κο­ντος για την προ­στα­σί­α της έν­νο­μης τά­ξης, τι­μώ­ντας έ­τσι την Ελ­ληνι­κή Α­στυ­νο­μί­α.

- Βρα­βεύ­ει με χρη­μα­τι­κό πο­σό α­ρι­στού­χους μα­θη­τές οι­κο­γε­νειών α­στυ­νο­μικών που ει­σά­γο­νται σε Α­ΕΙ και ΤΕΙ.

- Προ­σφέ­ρει δώ­ρα σε πο­λύ­τε­κνες οι­κο­γέ­νειες και ορ­φα­νά κα­τά τις ά­γιες η­μέρες των Χρι­στου­γέν­νων και του Πά­σχα.

- Προ­σφέ­ρει γλυ­κί­σμα­τα και πο­τά στις το­πι­κές Α­στυ­νο­μι­κές Υ­πη­ρε­σί­ες κα­τά τις ά­γιες η­μέ­ρες των Χρι­στου­γέν­νων.

Ξέ­χω­ρα, ό­μως, α­πό τις εν­δει­κτι­κές αυ­τές πε­ρι­πτώ­σεις, ο Ό­μι­λός μας, με σει­ρά ι­διαι­τέ­ρων ε­νερ­γειών, ερ­γά­ζε­ται κα­θη­με­ρι­νά ε­μπρά­κτως για την υ­λο­ποί­ηση των στό­χων του, που ου­σια­στι­κά δεν εί­ναι άλ­λοι α­πό το χτί­σι­μο μιας κοι­νωνί­ας ε­λεύ­θε­ρης και δη­μιουρ­γι­κής, χω­ρίς βί­α και έ­γκλη­μα.